ὁλόχυλος

ὁλόχυλος
ὁλόχυλος
entirely sodden
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολόχυλος — ὁλόχυλος, ον (Μ) βρεγμένος τελείως από τη βροχή μουσκεμένος, κατάβρεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χυλός (πρβλ. πολύ χυλος)] …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”